βαθος

βαθος
    βάθος
    -εος (ᾰ) τό
    1) глубина
    

ἐκ βάθεος Her., ἐπὴ β. Thuc., ἐν βάθει, εἰς β., τὸ β. и κατὰ βάθους Arst. — в глубину, глубиною;

    τέν τάξιν εἰς δώδεκα τάττειν β. Xen. — построить (войско) в 12 рядов в глубину;
    πόσιος ἐν βάθει Theocr. — в разгар попойки

    2) бездна, пропасть
    

(Ταρτάρου, перен. κακῶν Aesch.)

    3) глубина, высота
    

(αἰθέρος Eur., Arph.)

    4) длина
    

(τριχῶν Her.)

    5) обилие
    

(πλούτου Soph.)

    ἥ κατὰ βάθους πτωχεία NT. — крайняя нищета

    6) глубокомыслие, серьезность
    

(εὐσταθές καὴ β. ἔχων ἀνήρ Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαθος" в других словарях:

  • Βάθος — depth nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθος — depth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από …   Dictionary of Greek

  • βάθος — το 1. η απόσταση από την επιφάνεια ως τον πυθμένα, η βαθύτητα σε αντίθεση με το ύψος: Οι σφουγγαράδες κατεβαίνουν σε μεγάλο βάθος στη θάλασσα. 2. η απόσταση από την είσοδο ως το εσωτερικό ενός χώρου: Η πόρτα του δωματίου βρισκόταν στο βάθος του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βάθει — βάθος depth neut nom/voc/acc dual (attic epic) βάθεϊ , βάθος depth neut dat sg (epic ionic) βάθος depth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθη — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βάθος depth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθέεσσι — βάθος depth neut dat pl (epic) βαθύς deep masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθέων — βάθος depth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθύς deep masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) βαθέω̆ν , βαθύς deep masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθίων — βάθος depth neut gen pl (doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθῶν — βάθος depth neut gen pl (attic epic doric) βαθύς deep masc/neut gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθεα — βάθος depth neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»